παραδειγματικῇ

παραδειγματικῇ
παραδειγματικός
consisting of
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παραδειγματική — παραδειγματικός consisting of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • παραδειγματικός — ή, ό / παραδειγματικός, ή, όν, ΝΜΑ [παράδειγμα, ατος] αυτός που αναφέρεται σε παράδειγμα, αυτός που αποτελεί παράδειγμα ή πρότυπο, αυτός που χρησιμεύει ως υπόδειγμα, υποδειγματικός («παραδειγματική τιμωρία») νεοελλ. εξαιρετικός, άψογος, αυτός που …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Βάλτερ, Μπρούνο — (Bruno Walter, Βερολίνο 1876 – Λος Άντζελες 1962). Γερμανός διευθυντής ορχήστρας. Ο Β. έγινε διευθυντής ορχήστρας στη Γερμανία ενώ νωρίς άρχισε να αναπτύσσει ξεχωριστή δράση και σε διεθνές πεδίο, πήγε πολλές φορές στη Νέα Υόρκη, στο Παρίσι, στην… …   Dictionary of Greek

  • Βοναπάρτης — (Bonaparte). Εξελληνισμένο όνομα της οικογένειας Μποναπάρ, ιταλικής καταγωγής, πιθανώς από τη Λομβαρδία, που ένας κλάδος της εγκαταστάθηκε στη Φλωρεντία και από τον 16o αι. στο Αιάκειο της Κορσικής. Έγινε διάσημη από τον αυτοκράτορα Ναπολέοντα Α’ …   Dictionary of Greek

  • Γκιζεκίνγκ, Βάλτερ — (Walter Gieseking, Λιόν 1895 – Λονδίνο 1956). Γερμανός πιανίστας. Γεννήθηκε στη Γαλλία, αλλά μεγάλωσε στο γερμανικό πολιτιστικό περιβάλλον και τελειοποίησε τις μουσικές του σπουδές στο Ανόβερο. Έκανε το ντεμπούτο του το 1915. Η πορεία της… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… …   Dictionary of Greek

  • Θεόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θ. ο Σάμιος (6ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και αρχιτέκτονας, γιος του Τηλεκλή. Επινόησε διάφορα όργανα και μαζί με τον Ροίκο επινόησαν την κατασκευή χυτών ορειχάλκινων αγαλμάτων. Έλαβε μέρος στην οικοδόμηση …   Dictionary of Greek

  • Θεοκρίνης — (4ος αι. π.Χ.). Διαβόητος Αθηναίος συκοφάντης. Είχε τη συνήθεια να καταγγέλλει στα δικαστήρια και την παραμικρή υπέρβαση των νόμων που επισήμανε και να ζητά την παραδειγματική τιμωρία του ενόχου. Χαρακτηριστικά, αναφέρεται ότι κατηγόρησε τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”